οπιούχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπιούχο τα οπιούχα
      γενική του οπιούχου των οπιούχων
    αιτιατική το οπιούχο τα οπιούχα
     κλητική οπιούχο οπιούχα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπιούχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οπιούχος

Ουσιαστικό

οπιούχο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.