οξυντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξυντικός η οξυντική το οξυντικό
      γενική του οξυντικού της οξυντικής του οξυντικού
    αιτιατική τον οξυντικό την οξυντική το οξυντικό
     κλητική οξυντικέ οξυντική οξυντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξυντικοί οι οξυντικές τα οξυντικά
      γενική των οξυντικών των οξυντικών των οξυντικών
    αιτιατική τους οξυντικούς τις οξυντικές τα οξυντικά
     κλητική οξυντικοί οξυντικές οξυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οξυντικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

οξυντικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.