οξυά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οξυά | οι | οξυές |
| γενική | της | οξυάς | των | οξυών |
| αιτιατική | την | οξυά | τις | οξυές |
| κλητική | οξυά | οξυές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οξυά < αρχαία ελληνική ὀξύα
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈksça/
Σημειώσεις
- και οι δύο μορφές (οξυά και οξιά) θεωρούνται ετυμολογικά σωστές
Μεταφράσεις
οξυά
|
→ δείτε τη λέξη οξιά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.