ονειροκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ονειροκριτικός | η | ονειροκριτική | το | ονειροκριτικό |
| γενική | του | ονειροκριτικού | της | ονειροκριτικής | του | ονειροκριτικού |
| αιτιατική | τον | ονειροκριτικό | την | ονειροκριτική | το | ονειροκριτικό |
| κλητική | ονειροκριτικέ | ονειροκριτική | ονειροκριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ονειροκριτικοί | οι | ονειροκριτικές | τα | ονειροκριτικά |
| γενική | των | ονειροκριτικών | των | ονειροκριτικών | των | ονειροκριτικών |
| αιτιατική | τους | ονειροκριτικούς | τις | ονειροκριτικές | τα | ονειροκριτικά |
| κλητική | ονειροκριτικοί | ονειροκριτικές | ονειροκριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ονειροκριτικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ονειροκριτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.