ονάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ονάριο | τα | ονάρια |
| γενική | του | ονάριου & οναρίου |
των | ονάριων & οναρίων |
| αιτιατική | το | ονάριο | τα | ονάρια |
| κλητική | ονάριο | ονάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ονάριο < (ελληνιστική κοινή) ὀνάριον < αρχαία ελληνική ὄνος
Μεταφράσεις
ονάριο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.