ομφαλόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομφαλόρροια | οι | ομφαλόρροιες |
| γενική | της | ομφαλόρροιας | των | ομφαλορροιών |
| αιτιατική | την | ομφαλόρροια | τις | ομφαλόρροιες |
| κλητική | ομφαλόρροια | ομφαλόρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
ομφαλόρροια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.