ομορφάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομορφάνθρωπος οι ομορφάνθρωποι
      γενική του ομορφάνθρωπου
    αιτιατική τον ομορφάνθρωπο τους ομορφάνθρωπους
     κλητική ομορφάνθρωπε ομορφάνθρωποι
Δύσχρηστη η γενική πληθυντικού σε -ανθρώπων.
Κατηγορία όπως «χοντράνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομορφάνθρωπος < (όμορφος) ομορφ- + άνθρωπος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.moɾˈfan.θɾo.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ομορφάνθρωπος

Ουσιαστικό

ομορφάνθρωπος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.