ομοκεντρικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομοκεντρικότητα | οι | ομοκεντρικότητες |
| γενική | της | ομοκεντρικότητας | των | ομοκεντρικοτήτων |
| αιτιατική | την | ομοκεντρικότητα | τις | ομοκεντρικότητες |
| κλητική | ομοκεντρικότητα | ομοκεντρικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομοκεντρικότητα < ομοκεντρικός + -ότητα
Ουσιαστικό
ομοκεντρικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι ομοκεντρικό(ς), η ιδιότητα του ομοκεντρικού
Μεταφράσεις
ομοκεντρικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.