ομαδοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ομαδοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ομαδοποιώ
  2. θα ομαδοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ομαδοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ομαδοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ομαδοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.