ομίχλη ακτινοβολίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομίχλη ακτινοβολίας | οι | ομίχλες ακτινοβολίας |
| γενική | της | ομίχλης ακτινοβολίας | των | ομιχλών ακτινοβολίας |
| αιτιατική | την | ομίχλη ακτινοβολίας | τις | ομίχλες ακτινοβολίας |
| κλητική | ομίχλη ακτινοβολίας | ομίχλες ακτινοβολίας | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομίχλη ακτινοβολίας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radiation fog → δείτε τις λέξεις ομίχλη και ακτινοβολία
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈmi.xli a.kti.no.voˈli.as/
Πολυλεκτικός όρος
ομίχλη ακτινοβολίας θηλυκό
- (μετεωρολογία) ομίχλη που σχηματίζεται από την ψύξη του αέρα στο έδαφος μέσω της απελευθέρωσης ενέργειας με τη μορφή θερμότητας[1]
- ※ Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές τοπικές ονομασίες για την ομίχλη, όπως στη Φλώρινα όπου η παγωμένη ομίχλη ακτινοβολίας ονομάζεται «σινιάκι» και μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες, εμποδίζοντας την ηλιακή ακτινοβολία να θερμάνει επαρκώς το έδαφος. («Σινιάκι»: Η παγωμένη ομίχλη που «εξαφανίζει» τη Φλώρινα, εφημερίδα Τα Νέα, 18 Ιανουαρίου 2020)
Συνώνυμα
- σινιάκι
Αναφορές
- Ομίχλη, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.