ολόκορμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ολόκορμος | η | ολόκορμη | το | ολόκορμο |
| γενική | του | ολόκορμου | της | ολόκορμης | του | ολόκορμου |
| αιτιατική | τον | ολόκορμο | την | ολόκορμη | το | ολόκορμο |
| κλητική | ολόκορμε | ολόκορμη | ολόκορμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ολόκορμοι | οι | ολόκορμες | τα | ολόκορμα |
| γενική | των | ολόκορμων | των | ολόκορμων | των | ολόκορμων |
| αιτιατική | τους | ολόκορμους | τις | ολόκορμες | τα | ολόκορμα |
| κλητική | ολόκορμοι | ολόκορμες | ολόκορμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- ολόκορμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ολόκορμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ολόκορμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.