ολοβάπτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ολοβάπτισμα | τα | ολοβαπτίσματα |
| γενική | του | ολοβαπτίσματος | των | ολοβαπτισμάτων |
| αιτιατική | το | ολοβάπτισμα | τα | ολοβαπτίσματα |
| κλητική | ολοβάπτισμα | ολοβαπτίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ολοβάπτισμα ουδέτερο
- (χριστιανισμός, εκκλησιαστικός όρος) το βάπτισμα κατά το οποίο ο βαπτιζόμενος καταδύεται πλήρως στο νερό και δεν δέχεται απλώς ράντισμα
Μεταφράσεις
ολοβάπτισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.