ολισθηρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολισθηρότητα οι ολισθηρότητες
      γενική της ολισθηρότητας των ολισθηροτήτων
    αιτιατική την ολισθηρότητα τις ολισθηρότητες
     κλητική ολισθηρότητα ολισθηρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ολισθηρότητα < ὀλισθηρός

Ουσιαστικό

ολισθηρότητα θηλυκό (ο πληθυντικός δύσχρηστος)

  1. η ιδιότητα του ολισθηρού, η ιδιότητα μιας επιφάνειας να είναι λεία και σαν γυαλί ή επιστρωμένη με λιπαρή ουσία και να κάνει οχήματα ή πεζούς να γλιστρούν, να ολισθαίνουν επάνω της
    η ολισθηρότητα του οδοστρώματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.