ολιγοψυχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ολιγοψυχία | οι | ολιγοψυχίες |
| γενική | της | ολιγοψυχίας | των | ολιγοψυχιών |
| αιτιατική | την | ολιγοψυχία | τις | ολιγοψυχίες |
| κλητική | ολιγοψυχία | ολιγοψυχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολιγοψυχία < ελληνιστική κοινή ὀλιγοψυχία < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ψυχή
Μεταφράσεις
ολιγοψυχία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.