οκτέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οκτέτο | τα | οκτέτα |
| γενική | του | οκτέτου | των | οκτέτων |
| αιτιατική | το | οκτέτο | τα | οκτέτα |
| κλητική | οκτέτο | οκτέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οκτέτο < (λόγιο δάνειο) γαλλική octette + -ο < ιταλική ottetto
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈkte.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐κτέ‐το
Ουσιαστικό
οκτέτο ουδέτερο
- η μουσική σύνθεση που αποτελείται από οχτώ φωνές ή οχτώ μουσικά όργανα
Μεταφράσεις
οκτέτο
|
|
Πηγές
- οκτέτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.