οκτάπους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οκτάπους | οι | οκτάποδες |
| γενική | του | οκτάποδος | των | οκταπόδων |
| αιτιατική | τον | οκτάποδα | τους | οκτάποδες |
| κλητική | οκτάπους | οκτάποδες | ||
| Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οκτάπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀκτάπους
Ουσιαστικό
οκτάπους
Πηγές
- οκτάπους - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.