οκτάπους

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οκτάπους οι οκτάποδες
      γενική του οκτάποδος των οκταπόδων
    αιτιατική τον οκτάποδα τους οκτάποδες
     κλητική οκτάπους οκτάποδες
Κατηγορία όπως «βραδύπους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οκτάπους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀκτάπους

Ουσιαστικό

οκτάπους

  • (παρωχημένο) το χταπόδι, με αναφορά σε ταξινομικά γένη ή είδη που ανήκουν στα Octopoda (Οκτάποδα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.