ὀκτάπους

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὀκτάπους < (ὀκτώ) ὀκτά- + πούς

Επίθετο

λείπει η κλίση
ὀκτάπους, -ους, -ουν

Ουσιαστικό

λείπει η κλίση
ὀκτάπους αρσενικό

Απόγονοι

ὀκτάπους (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: ὀκταπόδιν
νέα ελληνικά: χταπόδι
οθωμανικά τουρκικά: ?
τουρκικά: ahtapot

ὀκτώπους (άλλη μορφή)

αγγλικά: octopus
αραβικά: أُخْطُبُوط (ʾuḵṭubūṭ)
λατινικά: octopūs

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.