οκαρίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οκαρίνα | οι | οκαρίνες |
| γενική | της | οκαρίνας | των | οκαρινών |
| αιτιατική | την | οκαρίνα | τις | οκαρίνες |
| κλητική | οκαρίνα | οκαρίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μια οκαρίνα
Ετυμολογία
- οκαρίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ocarina, υποκοριστικό: oca (χήνα) + -ina. Η ονομασία, λόγω του σχήματος του οργάνου, που μοιάζει με πουλί
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.kaˈɾi.na/
Ουσιαστικό
οκαρίνα θηλυκό
-
οκαρίνα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.