οικονομισάριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικονομισάριος οι οικονομισάριοι
      γενική του οικονομισάριου των οικονομισάριων
    αιτιατική τον οικονομισάριο τους οικονομισάριους
     κλητική οικονομισάριε οικονομισάριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικονομισάριος < οικονομώ + κομισάριος

Ουσιαστικό

οικονομισάριος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.