οικοδομήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

οικοδομήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οικοδομώ
  2. θα οικοδομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οικοδομώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

οικοδομήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οικοδόμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.