οιάκισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οιάκισμα | τα | οιακίσματα |
| γενική | του | οιακίσματος | των | οιακισμάτων |
| αιτιατική | το | οιάκισμα | τα | οιακίσματα |
| κλητική | οιάκισμα | οιακίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οιάκισμα < ελληνιστική κοινή οἰάκισμα < αρχαία ελληνική οἰακίζω < οἴαξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂iHseh₂
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οίακας
Μεταφράσεις
οιάκισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.