οζοντόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οζοντόσφαιρα | οι | οζοντόσφαιρες |
| γενική | της | οζοντόσφαιρας | των | οζοντοσφαιρών |
| αιτιατική | την | οζοντόσφαιρα | τις | οζοντόσφαιρες |
| κλητική | οζοντόσφαιρα | οζοντόσφαιρες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οζοντόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ozonosphere < γερμανική Ozon + αρχαία ελληνική σφαῖρα
Μεταφράσεις
οζοντόσφαιρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.