οδοντόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντόφωνος η οδοντόφωνη το οδοντόφωνο
      γενική του οδοντόφωνου της οδοντόφωνης του οδοντόφωνου
    αιτιατική τον οδοντόφωνο την οδοντόφωνη το οδοντόφωνο
     κλητική οδοντόφωνε οδοντόφωνη οδοντόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντόφωνοι οι οδοντόφωνες τα οδοντόφωνα
      γενική των οδοντόφωνων των οδοντόφωνων των οδοντόφωνων
    αιτιατική τους οδοντόφωνους τις οδοντόφωνες τα οδοντόφωνα
     κλητική οδοντόφωνοι οδοντόφωνες οδοντόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οδοντόφωνος < οδοντο- + φωνή

Επίθετο

οδοντόφωνος, -η, -ο

  • που αρθρώνεται με το άγγιγμα της γλώσσας πάνω στα δόντια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.