οδοντόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οδοντόφωνος | η | οδοντόφωνη | το | οδοντόφωνο |
| γενική | του | οδοντόφωνου | της | οδοντόφωνης | του | οδοντόφωνου |
| αιτιατική | τον | οδοντόφωνο | την | οδοντόφωνη | το | οδοντόφωνο |
| κλητική | οδοντόφωνε | οδοντόφωνη | οδοντόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οδοντόφωνοι | οι | οδοντόφωνες | τα | οδοντόφωνα |
| γενική | των | οδοντόφωνων | των | οδοντόφωνων | των | οδοντόφωνων |
| αιτιατική | τους | οδοντόφωνους | τις | οδοντόφωνες | τα | οδοντόφωνα |
| κλητική | οδοντόφωνοι | οδοντόφωνες | οδοντόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οδοντόφωνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.