οδοντόβουρτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδοντόβουρτσα οι οδοντόβουρτσες
      γενική της οδοντόβουρτσας των οδοντοβουρτσών
    αιτιατική την οδοντόβουρτσα τις οδοντόβουρτσες
     κλητική οδοντόβουρτσα οδοντόβουρτσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οδοντόβουρτσα < οδοντό- + βούρτσα
Τρεις οδοντόβουρτσες.

Ουσιαστικό

οδοντόβουρτσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.