οδο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδο- < ὁδός με θέμα ὁδο-. Επίσης, οδοι- < ὁδoῖ (αρχαιότατη τοπική πτώση) σε αρχαίες συνθέσεις ( δείτε ὁδο-).

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οδο-

Πρόθημα

οδο-, οδό- (σπάνια οδ- πριν από φωνήεν & οδοι-)

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οδοι- στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.