ογδοηκοντούτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ογδοηκοντούτης οι ογδοηκοντούτηδες
      γενική του ογδοηκοντούτη των ογδοηκοντούτηδων
    αιτιατική τον ογδοηκοντούτη τους ογδοηκοντούτηδες
     κλητική ογδοηκοντούτη ογδοηκοντούτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ογδοηκοντούτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ογδοηκοντούτης αρσενικό

  • ογδοντάρης
      Αορτική στένωση στους ογδοηκοντούτηδες με συννοσηρότητες (2ο Διεθνές Συνέδριο Καρδιαγγειακής Απεικόνισης στην Κλινική Πράξη, 4-6/5/2017, Hilton, Αθήνα )

Συγγενικά

τριακοντούτης τεσσαρακοντούτης πεντηκοντούτης εξηκοντούτης εβδομηκοντούτης ογδοηκοντούτης ενενηκοντούτης εκατοντούτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.