ενενηκοντούτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενενηκοντούτης | οι | ενενηκοντούτηδες |
| γενική | του | ενενηκοντούτη | των | ενενηκοντούτηδων |
| αιτιατική | τον | ενενηκοντούτη | τους | ενενηκοντούτηδες |
| κλητική | ενενηκοντούτη | ενενηκοντούτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενενηκοντούτης < ελληνιστική κοινή ἐνενηκοντούτης
Ουσιαστικό
ενενηκοντούτης αρσενικό (θηλυκό: ενενηκοντούτις)
- (λόγιο) ενενηντάχρονος
- ※ Η επιτυχής γήρανση αντιπροσωπεύεται από ενενηκοντούτηδες και υπεραιωνόβιους, που συχνά αποκαλύπτουν καλά διατηρημένες ανοσιακές παραμέτρους και παρουσιάζουν καλύτερους μηχανισμούς ελέγχου των φλεγμονωδών αντιδράσεων. (Α. Σταθάκη-Φερδερίγου, Ειδικά θέματα διαπίστευσης: Στόχοι και δείκτες ποιότητας στα διαγνωστικά εργαστήρια, 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο, Ελληνική Εταιρεία Κλινικής Χημείας-Κλινικής Βιοχημείας, Οκτώβριος 2010, Συμπληρωματικό Τεύχος 2 )
- ※ Η Τζόι Χικς Γκίμπσον, λοιπόν, κατηγορεί τον Μελ ότι της επετέθη με αφορμή μια διαφωνία σε σχέση με την ιατρική αγωγή του υπερ-ενενηκοντούτη συζύγου της και πατέρα του (Καθημερινή, 05/07/2012 )
Συγγενικά
τριακοντούτης τεσσαρακοντούτης πεντηκοντούτης εξηκοντούτης εβδομηκοντούτης ογδοηκοντούτης ενενηκοντούτης εκατοντούτης
Μεταφράσεις
ενενηκοντούτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.