ξωμάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξωμάχος οι ξωμάχοι
      γενική του ξωμάχου των ξωμάχων
    αιτιατική τον ξωμάχο τους ξωμάχους
     κλητική ξωμάχε ξωμάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξωμάχος < έξω + μάχομαι

Ουσιαστικό

ξωμάχος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.