ξυλοφορτώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξυλοφορτώνω, αόρ.: ξυλοφόρωσα, παθ.φωνή: ξυλοφορτώνομαι, π.αόρ.: ξυλοφορτώθηκα, μτχ.π.π.: ξυλοφορτωμένος[1]
- χτυπώ κάποιον ασταμάτητα
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξυλοφορτώνω | ξυλοφόρτωνα | θα ξυλοφορτώνω | να ξυλοφορτώνω | ξυλοφορτώνοντας | |
| β' ενικ. | ξυλοφορτώνεις | ξυλοφόρτωνες | θα ξυλοφορτώνεις | να ξυλοφορτώνεις | ξυλοφόρτωνε | |
| γ' ενικ. | ξυλοφορτώνει | ξυλοφόρτωνε | θα ξυλοφορτώνει | να ξυλοφορτώνει | ||
| α' πληθ. | ξυλοφορτώνουμε | ξυλοφορτώναμε | θα ξυλοφορτώνουμε | να ξυλοφορτώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξυλοφορτώνετε | ξυλοφορτώνατε | θα ξυλοφορτώνετε | να ξυλοφορτώνετε | ξυλοφορτώνετε | |
| γ' πληθ. | ξυλοφορτώνουν(ε) | ξυλοφόρτωναν ξυλοφορτώναν(ε) |
θα ξυλοφορτώνουν(ε) | να ξυλοφορτώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξυλοφόρτωσα | θα ξυλοφορτώσω | να ξυλοφορτώσω | ξυλοφορτώσει | ||
| β' ενικ. | ξυλοφόρτωσες | θα ξυλοφορτώσεις | να ξυλοφορτώσεις | ξυλοφόρτωσε | ||
| γ' ενικ. | ξυλοφόρτωσε | θα ξυλοφορτώσει | να ξυλοφορτώσει | |||
| α' πληθ. | ξυλοφορτώσαμε | θα ξυλοφορτώσουμε | να ξυλοφορτώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξυλοφορτώσατε | θα ξυλοφορτώσετε | να ξυλοφορτώσετε | ξυλοφορτώστε | ||
| γ' πληθ. | ξυλοφόρτωσαν ξυλοφορτώσαν(ε) |
θα ξυλοφορτώσουν(ε) | να ξυλοφορτώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξυλοφορτώσει | είχα ξυλοφορτώσει | θα έχω ξυλοφορτώσει | να έχω ξυλοφορτώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξυλοφορτώσει | είχες ξυλοφορτώσει | θα έχεις ξυλοφορτώσει | να έχεις ξυλοφορτώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξυλοφορτώσει | είχε ξυλοφορτώσει | θα έχει ξυλοφορτώσει | να έχει ξυλοφορτώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξυλοφορτώσει | είχαμε ξυλοφορτώσει | θα έχουμε ξυλοφορτώσει | να έχουμε ξυλοφορτώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξυλοφορτώσει | είχατε ξυλοφορτώσει | θα έχετε ξυλοφορτώσει | να έχετε ξυλοφορτώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξυλοφορτώσει | είχαν ξυλοφορτώσει | θα έχουν ξυλοφορτώσει | να έχουν ξυλοφορτώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξυλοφορτώνομαι | ξυλοφορτωνόμουν(α) | θα ξυλοφορτώνομαι | να ξυλοφορτώνομαι | ||
| β' ενικ. | ξυλοφορτώνεσαι | ξυλοφορτωνόσουν(α) | θα ξυλοφορτώνεσαι | να ξυλοφορτώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | ξυλοφορτώνεται | ξυλοφορτωνόταν(ε) | θα ξυλοφορτώνεται | να ξυλοφορτώνεται | ||
| α' πληθ. | ξυλοφορτωνόμαστε | ξυλοφορτωνόμαστε ξυλοφορτωνόμασταν |
θα ξυλοφορτωνόμαστε | να ξυλοφορτωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξυλοφορτώνεστε | ξυλοφορτωνόσαστε ξυλοφορτωνόσασταν |
θα ξυλοφορτώνεστε | να ξυλοφορτώνεστε | (ξυλοφορτώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ξυλοφορτώνονται | ξυλοφορτώνονταν ξυλοφορτωνόντουσαν |
θα ξυλοφορτώνονται | να ξυλοφορτώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξυλοφορτώθηκα | θα ξυλοφορτωθώ | να ξυλοφορτωθώ | ξυλοφορτωθεί | ||
| β' ενικ. | ξυλοφορτώθηκες | θα ξυλοφορτωθείς | να ξυλοφορτωθείς | ξυλοφορτώσου | ||
| γ' ενικ. | ξυλοφορτώθηκε | θα ξυλοφορτωθεί | να ξυλοφορτωθεί | |||
| α' πληθ. | ξυλοφορτωθήκαμε | θα ξυλοφορτωθούμε | να ξυλοφορτωθούμε | |||
| β' πληθ. | ξυλοφορτωθήκατε | θα ξυλοφορτωθείτε | να ξυλοφορτωθείτε | ξυλοφορτωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ξυλοφορτώθηκαν ξυλοφορτωθήκαν(ε) |
θα ξυλοφορτωθούν(ε) | να ξυλοφορτωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξυλοφορτωθεί | είχα ξυλοφορτωθεί | θα έχω ξυλοφορτωθεί | να έχω ξυλοφορτωθεί | ξυλοφορτωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξυλοφορτωθεί | είχες ξυλοφορτωθεί | θα έχεις ξυλοφορτωθεί | να έχεις ξυλοφορτωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξυλοφορτωθεί | είχε ξυλοφορτωθεί | θα έχει ξυλοφορτωθεί | να έχει ξυλοφορτωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξυλοφορτωθεί | είχαμε ξυλοφορτωθεί | θα έχουμε ξυλοφορτωθεί | να έχουμε ξυλοφορτωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξυλοφορτωθεί | είχατε ξυλοφορτωθεί | θα έχετε ξυλοφορτωθεί | να έχετε ξυλοφορτωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξυλοφορτωθεί | είχαν ξυλοφορτωθεί | θα έχουν ξυλοφορτωθεί | να έχουν ξυλοφορτωθεί | ||
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.