ξυλοφορτώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξυλοφορτώνω < ξυλο- + φορτώνω

Ρήμα

ξυλοφορτώνω, αόρ.: ξυλοφόρωσα, παθ.φωνή: ξυλοφορτώνομαι, π.αόρ.: ξυλοφορτώθηκα, μτχ.π.π.: ξυλοφορτωμένος[1]

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.