ξυλόφουρνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξυλόφουρνος | οι | ξυλόφουρνοι |
| γενική | του | ξυλόφουρνου | των | ξυλόφουρνων |
| αιτιατική | τον | ξυλόφουρνο | τους | ξυλόφουρνους |
| κλητική | ξυλόφουρνε | ξυλόφουρνοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξυλόφουρνος αρσενικό
- φούρνος ο οποίος φτάνει στην επιθυμητή θερμοκρασία με την καύση ξύλων
Μεταφράσεις
ξυλόφουρνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.