ξυλοκρέβατο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλοκρέβατο τα ξυλοκρέβατα
      γενική του ξυλοκρέβατου των ξυλοκρέβατων
    αιτιατική το ξυλοκρέβατο τα ξυλοκρέβατα
     κλητική ξυλοκρέβατο ξυλοκρέβατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλοκρέβατο < ξύλο + κρεβάτι

Ουσιαστικό

ξυλοκρέβατο ουδέτερο

  1. ξύλινο κρεβάτι
  2. (μεταφορικά) φέρετρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.