ξοδεύτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξοδεύτρα οι ξοδεύτρες
      γενική της ξοδεύτρας
    αιτιατική την ξοδεύτρα τις ξοδεύτρες
     κλητική ξοδεύτρα ξοδεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξοδεύτρα < ξοδευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

ξοδεύτρα θηλυκό

  1. αυτή που ξοδεύει πέρα από λογικούς περιορισμούς
  2. η καταναλώτρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.