ξιδοβάρελο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξιδοβάρελο τα ξιδοβάρελα
      γενική του ξιδοβάρελου των ξιδοβάρελων
    αιτιατική το ξιδοβάρελο τα ξιδοβάρελα
     κλητική ξιδοβάρελο ξιδοβάρελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξιδοβάρελο < ξίδι + -ο- + βαρέλι + -ο

Ουσιαστικό

ξιδοβάρελο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.