ξεχείμασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεχείμασμα | τα | ξεχειμάσματα |
| γενική | του | ξεχειμάσματος | των | ξεχειμασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεχείμασμα | τα | ξεχειμάσματα |
| κλητική | ξεχείμασμα | ξεχειμάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεχείμασμα < ξεχειμάζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
ξεχείμασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ξεχειμάζω (περνώ τον χειμώνα - αναφέρεται για την κτηνοτροφία, τα πρόβατα, τα κατσίκια και μεταφορικά για ανθρώπους)
- ※ Για το ξεχείμασμα, τα κοπάδια μεταφέρονταν εκ νέου σε χαμηλότερα εδάφη, πιθανόν στην περιοχή ελέγχου κάποιας αγροικίας. (Το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, τόμος 9, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1998 , σελ. 429)
- ※ ..καί τερματίζονταν τον 'Οχτώβριο κι' ό τουρκικός στόλος αποσυρόταν στά Δαρδανέλλια γιά ξεχείμασμα.. (Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21 τόμος 4, Κυρικάκος Σιμόπουλος, σελ. 94)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ξεχείμασμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.