ξεχειμάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεχειμάζω < μεσαιωνική ελληνική ξεχειμάζω < εκχειμάζω < ἐκ + αρχαία ελληνική χεῖμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.çiˈma.zo/
Συγγενικά
- ξεχειμαδιό
- ξεχείμασμα
- → δείτε τη λέξη χειμώνας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεχειμάζω | ξεχείμαζα | θα ξεχειμάζω | να ξεχειμάζω | ξεχειμάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεχειμάζεις | ξεχείμαζες | θα ξεχειμάζεις | να ξεχειμάζεις | ξεχείμαζε | |
| γ' ενικ. | ξεχειμάζει | ξεχείμαζε | θα ξεχειμάζει | να ξεχειμάζει | ||
| α' πληθ. | ξεχειμάζουμε | ξεχειμάζαμε | θα ξεχειμάζουμε | να ξεχειμάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεχειμάζετε | ξεχειμάζατε | θα ξεχειμάζετε | να ξεχειμάζετε | ξεχειμάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεχειμάζουν(ε) | ξεχείμαζαν ξεχειμάζαν(ε) |
θα ξεχειμάζουν(ε) | να ξεχειμάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεχείμασα | θα ξεχειμάσω | να ξεχειμάσω | ξεχειμάσει | ||
| β' ενικ. | ξεχείμασες | θα ξεχειμάσεις | να ξεχειμάσεις | ξεχείμασε | ||
| γ' ενικ. | ξεχείμασε | θα ξεχειμάσει | να ξεχειμάσει | |||
| α' πληθ. | ξεχειμάσαμε | θα ξεχειμάσουμε | να ξεχειμάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεχειμάσατε | θα ξεχειμάσετε | να ξεχειμάσετε | ξεχειμάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεχείμασαν ξεχειμάσαν(ε) |
θα ξεχειμάσουν(ε) | να ξεχειμάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεχειμάσει | είχα ξεχειμάσει | θα έχω ξεχειμάσει | να έχω ξεχειμάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεχειμάσει | είχες ξεχειμάσει | θα έχεις ξεχειμάσει | να έχεις ξεχειμάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεχειμάσει | είχε ξεχειμάσει | θα έχει ξεχειμάσει | να έχει ξεχειμάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεχειμάσει | είχαμε ξεχειμάσει | θα έχουμε ξεχειμάσει | να έχουμε ξεχειμάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεχειμάσει | είχατε ξεχειμάσει | θα έχετε ξεχειμάσει | να έχετε ξεχειμάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεχειμάσει | είχαν ξεχειμάσει | θα έχουν ξεχειμάσει | να έχουν ξεχειμάσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεχειμάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.