ξεφόρτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφόρτωμα | τα | ξεφορτώματα |
| γενική | του | ξεφορτώματος | των | ξεφορτωμάτων |
| αιτιατική | το | ξεφόρτωμα | τα | ξεφορτώματα |
| κλητική | ξεφόρτωμα | ξεφορτώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεφόρτωμα < ξεφορτώνω
Ουσιαστικό
ξεφόρτωμα ουδέτερο
- η εκφόρτωση αντικειμένων, η μετακίνηση στο έδαφος ενός βάρους ή συσκευασίας ή γενικά [[[φορτίο|φορτίων]] από το μεταφορικό μέσο στο οποίο βρίσκονται
- (κατ’ επέκταση) η απαλλαγή από υλικό βάρος ή κάτι ανεπιθύμητο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.