ξεφορτώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφορτώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος ξεφορτώνω

Ρήμα

ξεφορτώνομαι

  1. αφαιρώ ένα φορτίο από πάνω μου
  2. (μεταφορικά) βάζω στην άκρη ή πετώ κάποιον ή κάτι ενοχλητικό ή βλαβερό

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.