ξετρελαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξετρελαίνω < ξε- + τρελαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.tɾeˈle.no/
Ρήμα
ξετρελαίνω
- (μεταφορικά) ενθουσιάζω κάποιον, ασκώ γοητεία σε κάποιον
- (ειδικότερα) κάνω κάποιον να νιώσει τόσο παράφορο έρωτα, ώστε να συμπεριφέρεται σαν να έχει χάσει τα λογικά του
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξετρελαίνω | ξετρέλαινα | θα ξετρελαίνω | να ξετρελαίνω | ξετρελαίνοντας | |
| β' ενικ. | ξετρελαίνεις | ξετρέλαινες | θα ξετρελαίνεις | να ξετρελαίνεις | ξετρέλαινε | |
| γ' ενικ. | ξετρελαίνει | ξετρέλαινε | θα ξετρελαίνει | να ξετρελαίνει | ||
| α' πληθ. | ξετρελαίνουμε | ξετρελαίναμε | θα ξετρελαίνουμε | να ξετρελαίνουμε | ||
| β' πληθ. | ξετρελαίνετε | ξετρελαίνατε | θα ξετρελαίνετε | να ξετρελαίνετε | ξετρελαίνετε | |
| γ' πληθ. | ξετρελαίνουν(ε) | ξετρέλαιναν ξετρελαίναν(ε) |
θα ξετρελαίνουν(ε) | να ξετρελαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξετρέλανα | θα ξετρελάνω | να ξετρελάνω | ξετρελάνει | ||
| β' ενικ. | ξετρέλανες | θα ξετρελάνεις | να ξετρελάνεις | ξετρέλανε | ||
| γ' ενικ. | ξετρέλανε | θα ξετρελάνει | να ξετρελάνει | |||
| α' πληθ. | ξετρελάναμε | θα ξετρελάνουμε | να ξετρελάνουμε | |||
| β' πληθ. | ξετρελάνατε | θα ξετρελάνετε | να ξετρελάνετε | ξετρελάνετε | ||
| γ' πληθ. | ξετρέλαναν ξετρελάναν(ε) |
θα ξετρελάνουν(ε) | να ξετρελάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξετρελάνει | είχα ξετρελάνει | θα έχω ξετρελάνει | να έχω ξετρελάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξετρελάνει | είχες ξετρελάνει | θα έχεις ξετρελάνει | να έχεις ξετρελάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξετρελάνει | είχε ξετρελάνει | θα έχει ξετρελάνει | να έχει ξετρελάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξετρελάνει | είχαμε ξετρελάνει | θα έχουμε ξετρελάνει | να έχουμε ξετρελάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξετρελάνει | είχατε ξετρελάνει | θα έχετε ξετρελάνει | να έχετε ξετρελάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξετρελάνει | είχαν ξετρελάνει | θα έχουν ξετρελάνει | να έχουν ξετρελάνει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.