ξετρελαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξετρελαίνω < ξε- + τρελαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.tɾeˈle.no/

Ρήμα

ξετρελαίνω

  1. (μεταφορικά) ενθουσιάζω κάποιον, ασκώ γοητεία σε κάποιον
     συνώνυμα: γοητεύω, μαγεύω, ξεμυαλίζω
  2. (ειδικότερα) κάνω κάποιον να νιώσει τόσο παράφορο έρωτα, ώστε να συμπεριφέρεται σαν να έχει χάσει τα λογικά του
     συνώνυμα: ξεμυαλίζω


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.