ξεσκούριασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκούριασμα τα ξεσκουριάσματα
      γενική του ξεσκουριάσματος των ξεσκουριασμάτων
    αιτιατική το ξεσκούριασμα τα ξεσκουριάσματα
     κλητική ξεσκούριασμα ξεσκουριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεσκούριασμα < ξεσκουριάζω

Ουσιαστικό

ξεσκούριασμα ουδέτερο

  1. η αφαίρεση της σκουριάς
  2. (μεταφορικά) η ανανέωση, η ενημέρωση (π.χ. γνώσεων, ικανοτήτων)
    τα σουηδικά μου χρειάζονται λίγο ξεσκούριασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.