ξεσκούριασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεσκούριασμα | τα | ξεσκουριάσματα |
| γενική | του | ξεσκουριάσματος | των | ξεσκουριασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεσκούριασμα | τα | ξεσκουριάσματα |
| κλητική | ξεσκούριασμα | ξεσκουριάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεσκούριασμα < ξεσκουριάζω
Ουσιαστικό
ξεσκούριασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση της σκουριάς
- (μεταφορικά) η ανανέωση, η ενημέρωση (π.χ. γνώσεων, ικανοτήτων)
- τα σουηδικά μου χρειάζονται λίγο ξεσκούριασμα
Μεταφράσεις
ξεσκούριασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.