ξεσκουριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεσκουριάζω < ξε- + σκουριάζω

Ρήμα

ξεσκουριάζω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ τις σκουριές από αντικείμενο
  2. (μεταβατικό) ανανεώνω, ενημερώνω κάτι (π.χ. γνώσεις, ικανότητες)
  3. (αμετάβατο) προσπαθώ να ξαναβρώ την κινητικότητά μου, την ενεργητικότητά μου μετά από περίοδο σωματικής ή πνευματικής ακινησίας


Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.