ξεσηκωτικός

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσηκωτικός η ξεσηκωτική το ξεσηκωτικό
      γενική του ξεσηκωτικού της ξεσηκωτικής του ξεσηκωτικού
    αιτιατική τον ξεσηκωτικό την ξεσηκωτική το ξεσηκωτικό
     κλητική ξεσηκωτικέ ξεσηκωτική ξεσηκωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσηκωτικοί οι ξεσηκωτικές τα ξεσηκωτικά
      γενική των ξεσηκωτικών των ξεσηκωτικών των ξεσηκωτικών
    αιτιατική τους ξεσηκωτικούς τις ξεσηκωτικές τα ξεσηκωτικά
     κλητική ξεσηκωτικοί ξεσηκωτικές ξεσηκωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μεταφράσεις

  • αγγλικά : inspirational, rousing, intoxicating
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.