ξερονήσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξερονήσι | τα | ξερονήσια |
| γενική | του | ξερονησιού | των | ξερονησιών |
| αιτιατική | το | ξερονήσι | τα | ξερονήσια |
| κλητική | ξερονήσι | ξερονήσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξερονήσι < ξερο- + -νήσι
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.ɾoˈni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ξε‐ρο‐νή‐σι
Ουσιαστικό
ξερονήσι ουδέτερο (& ξερόνησος & ξερόνησο)
- άγονο νησί που δεν κατοικείται
- τα ξερονήσια χρησιμοποιούνταν συχνά ως τόποι εξορίας ή εκτοπισμού
Συγγενικά
- Ξερονήσι (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
ξερονήσι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.