ξεριζώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεριζώνομαι < παθητικός τύπος του ξεριζώνω

Ρήμα

ξεριζώνομαι, παθητικό: ξεριζώνομαι, παθητική μετοχή: ξεριζωμένος

  1. (για φυτό) αποσπώμαι από το έδαφος έτσι ώστε να βγουν και οι ρίζες
  2. (μεταφορικά) (για πληθυσμό) απομακρύνομαι με τη βία από την κοιτίδα μου
  3. (μεταφορικά) (για άνθρωπο) ζω μακριά απο τον τόπο του
    Παντρεύτηκε Αμερικάνα και τον χάσαμε, πάει, ξεριζώθηκε

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.