ξεράδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεράδι τα ξεράδια
      γενική
    αιτιατική το ξεράδι τα ξεράδια
     κλητική ξεράδι ξεράδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεράδι < μεσαιωνική ελληνική ξεράδι (το κομμένο κλαρί αλλά και τα άκρα) < ξερός < ξηρός

Ουσιαστικό

ξεράδι ουδέτερο

  1. ξερό κομμάτι ξύλου
  2. (οικείο) (υποτιμητικά) το πόδι ή το χέρι, κυρίως το δεύτερο
     συνώνυμα: κουλό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.