ξεράδια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεράδια < λείπει η ετυμολογία

Επιφώνημα

ξεράδια

  • απάντηση, που φανερώνει εκνευρισμό, σε πρόταση του συνομιλητή η οποία περιέχει το "ξέρω"

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ξεράδια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.