ξενόδουλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενόδουλος η ξενόδουλη το ξενόδουλο
      γενική του ξενόδουλου της ξενόδουλης του ξενόδουλου
    αιτιατική τον ξενόδουλο την ξενόδουλη το ξενόδουλο
     κλητική ξενόδουλε ξενόδουλη ξενόδουλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενόδουλοι οι ξενόδουλες τα ξενόδουλα
      γενική των ξενόδουλων των ξενόδουλων των ξενόδουλων
    αιτιατική τους ξενόδουλους τις ξενόδουλες τα ξενόδουλα
     κλητική ξενόδουλοι ξενόδουλες ξενόδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξενόδουλος < ξένος + δούλος

Επίθετο

ξενόδουλος

  1. που είναι δουλικός προς ξένα, μη εθνικά συμφέροντα
  2. που μιμείται δουλικά ξένες συνήθειες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.