ξενόδουλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξενόδουλος | η | ξενόδουλη | το | ξενόδουλο |
| γενική | του | ξενόδουλου | της | ξενόδουλης | του | ξενόδουλου |
| αιτιατική | τον | ξενόδουλο | την | ξενόδουλη | το | ξενόδουλο |
| κλητική | ξενόδουλε | ξενόδουλη | ξενόδουλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξενόδουλοι | οι | ξενόδουλες | τα | ξενόδουλα |
| γενική | των | ξενόδουλων | των | ξενόδουλων | των | ξενόδουλων |
| αιτιατική | τους | ξενόδουλους | τις | ξενόδουλες | τα | ξενόδουλα |
| κλητική | ξενόδουλοι | ξενόδουλες | ξενόδουλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ξενόδουλος
- που είναι δουλικός προς ξένα, μη εθνικά συμφέροντα
- που μιμείται δουλικά ξένες συνήθειες
Μεταφράσεις
ξενόδουλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.