ξενοδουλεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξενοδουλεύω < ξένος + δουλεύω

Ρήμα

ξενοδουλεύω

  • εργάζομαι σε δουλειές ξένων, δεν έχω δική μου επιχείρηση ή ακινητη περιουσία, είμαι μεροκαματιάρης και ζω από τα μεροκάματα που κάνω (συνήθως για γυναίκες που δούλευαν σε ξένα σπίτια πλένοντας και μαγειρεύοντας)
      Στην αρχή ξενοδούλευε η μάνα να βγάλει το ψωμί τους μα τι να πρωτοπληρώσει με το κέντημά της; (Πηνελόπη Δέλτα (1921) Το γραφτό [διήγημα])

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.