ξενοδουλεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξενοδουλεύω
- εργάζομαι σε δουλειές ξένων, δεν έχω δική μου επιχείρηση ή ακινητη περιουσία, είμαι μεροκαματιάρης και ζω από τα μεροκάματα που κάνω (συνήθως για γυναίκες που δούλευαν σε ξένα σπίτια πλένοντας και μαγειρεύοντας)
- ※ Στην αρχή ξενοδούλευε η μάνα να βγάλει το ψωμί τους μα τι να πρωτοπληρώσει με το κέντημά της; (Πηνελόπη Δέλτα (1921) Το γραφτό [διήγημα])
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξενοδουλεύω | ξενοδούλευα | θα ξενοδουλεύω | να ξενοδουλεύω | ξενοδουλεύοντας | |
| β' ενικ. | ξενοδουλεύεις | ξενοδούλευες | θα ξενοδουλεύεις | να ξενοδουλεύεις | ξενοδούλευε | |
| γ' ενικ. | ξενοδουλεύει | ξενοδούλευε | θα ξενοδουλεύει | να ξενοδουλεύει | ||
| α' πληθ. | ξενοδουλεύουμε | ξενοδουλεύαμε | θα ξενοδουλεύουμε | να ξενοδουλεύουμε | ||
| β' πληθ. | ξενοδουλεύετε | ξενοδουλεύατε | θα ξενοδουλεύετε | να ξενοδουλεύετε | ξενοδουλεύετε | |
| γ' πληθ. | ξενοδουλεύουν(ε) | ξενοδούλευαν ξενοδουλεύαν(ε) |
θα ξενοδουλεύουν(ε) | να ξενοδουλεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξενοδούλεψα | θα ξενοδουλέψω | να ξενοδουλέψω | ξενοδουλέψει | ||
| β' ενικ. | ξενοδούλεψες | θα ξενοδουλέψεις | να ξενοδουλέψεις | ξενοδούλεψε | ||
| γ' ενικ. | ξενοδούλεψε | θα ξενοδουλέψει | να ξενοδουλέψει | |||
| α' πληθ. | ξενοδουλέψαμε | θα ξενοδουλέψουμε | να ξενοδουλέψουμε | |||
| β' πληθ. | ξενοδουλέψατε | θα ξενοδουλέψετε | να ξενοδουλέψετε | ξενοδουλέψτε | ||
| γ' πληθ. | ξενοδούλεψαν ξενοδουλέψαν(ε) |
θα ξενοδουλέψουν(ε) | να ξενοδουλέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξενοδουλέψει | είχα ξενοδουλέψει | θα έχω ξενοδουλέψει | να έχω ξενοδουλέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξενοδουλέψει | είχες ξενοδουλέψει | θα έχεις ξενοδουλέψει | να έχεις ξενοδουλέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξενοδουλέψει | είχε ξενοδουλέψει | θα έχει ξενοδουλέψει | να έχει ξενοδουλέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξενοδουλέψει | είχαμε ξενοδουλέψει | θα έχουμε ξενοδουλέψει | να έχουμε ξενοδουλέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξενοδουλέψει | είχατε ξενοδουλέψει | θα έχετε ξενοδουλέψει | να έχετε ξενοδουλέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξενοδουλέψει | είχαν ξενοδουλέψει | θα έχουν ξενοδουλέψει | να έχουν ξενοδουλέψει |
| |
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξενοδουλεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.