ξεναγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξεναγία | οι | ξεναγίες |
| γενική | της | ξεναγίας | — | |
| αιτιατική | την | ξεναγία | τις | ξεναγίες |
| κλητική | ξεναγία | ξεναγίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεναγία < λέξη της καθαρεύουσας για την ξενάγηση, όπως και η ξενάγησις < αρχαία ελληνική ξεναγία
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ξεναγία < ξεναγός
Ουσιαστικό
ξεναγία
- το αξίωμα του ξεναγού, που ήταν ο επικεφαλής των μισθοφορικών ή ξένων στρατευμάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.