ξεναγέτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ξεναγέτης οἱ ξεναγέται
      γενική τοῦ ξεναγέτου τῶν ξεναγετῶν
      δοτική τῷ ξεναγέτ τοῖς ξεναγέταις
    αιτιατική τὸν ξεναγέτην τοὺς ξεναγέτᾱς
     κλητική ! ξεναγέτ ξεναγέται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ξεναγέτ
γεν-δοτ τοῖν  ξεναγέταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεναγέτης < (ξένος ξεν- +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ξεναγέτης [ᾱ]

  • ο φιλόξενος, αυτός που παρέχει φιλοξενία, αυτός που ξεναγεῖ
      ...ἔλασεν ἀντιτυχόντ᾽ ἀνὴρ μαχαίρᾳ. βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται. ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν (Πίνδαρος Ωδαί για τον Σωσιγένη, 7)
    και πάνω σε έναν καβγά (για τη θυσία) τον μαχαίρωσε ένας άνδρας. Οι φιλόξενοι κάτοικοι των Δελφών το πήραν πολύ βαριά. Ομως εκπλήρωσε τη μοίρα του

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.