ξαναστήνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαναστήνω < ξανά + στήνω

Ρήμα

ξαναστήνω παθητικό: ξαναστήνομαι για άψυχα (για έμψυχα ξαναστέκω και ξαναστέκομαι)

  1. βάζω πάλι κάτι όρθιο στη θέση του (π.χ. κάτι που είχε πέσει), ανορθώνω, αναστήνω
    Αμάν, πια σαν σίφουνας είσαι! Ξαναστήσ το τώρα το τραπέζι αφού το έριξες
  2. στήνω ξανά, ανασυστήνω κάτι που είχε διαλυθεί, αναστήνω (όχι όμως την έννοια του ανασταίνω και αναθρέφω), ανανεώνω
    Θα ξαναστήσουν την εταιρεία τους
    Θα ξαναστήσουν την επιχείρησή τους


Κλίση

Ενεστώτας Παρατατικός Μέλλοντας στιγ. και Μέλλ. εξακολ. Αόριστος Παρακείμενος Μετοχή
  • Ενεργ. ξαναστήνω, ξανάστηνα, θα ξαναστήσω, θα ξαναστήνω, ξανάστησα, έχω ξαναστήσει, ξαναστήνοντας
  • Παθ. ξαναστήνομαι, ξαναστηνόμουν, θα ξαναστηθώ, θα ξαναστήνομαι, ξαναστήθηκα, έχω ξαναστηθεί, ξαναστημένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.